γενναιότητας

γενναιότητας
γενναιότης
the character of a
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ντακότα — Φυλή Ινδιάνων των μεγάλων λειμώνων (prairies) που ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι στη μεταξύ του Ερυθρού Ποταμού (Red River) και Μισισιπή (ΗΠΑ). Στην περιοχή αυτή ζούσαν σε νομαδική κατάσταση και τρέφονταν από το κυνήγι, τη συλλογή καρπών και μια… …   Dictionary of Greek

  • ακαρδία — η [άκαρδος] 1. η έλλειψη καρδιάς (βλ. ακάρδιος) 2. η έλλειψη γενναιότητας, η δειλία …   Dictionary of Greek

  • ανανδρία — η (Α ἀνανδρία και εία) 1. έλλειψη ανδρείας, γενναιότητας, δειλία 2. έλλειψη ανδρισμού, θάρρους νεοελλ. άνανδρη, δειλή συμπεριφορά αρχ. 1. (κυρίως για ευνούχους) έλλειψη ανδρότητας, φυσική αδυναμία ως προς τα γενετήσια, ανικανότητα 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • αριστείο — το (Α άριστεῑα, τα κ. ιων. ήϊα) [αριστεύω] η αμοιβή, το έπαθλο που απονέμεται για ανδρεία ή γενναιοφροσύνη νεοελλ. το πρώτο βραβείο, τα πρωτεία για επίδοση και υπεροχή στις σπουδές ή στην κοινωνική και ηθική κυρίως δράση αρχ. (στον ενικό) τὸ… …   Dictionary of Greek

  • αριστείος — ἀριστεῑος, ον (Α) [αριστεύω] αυτός που ανήκει στον γενναιότατο, αυτός που απονεμήθηκε σαν βραβείο γενναιότητας …   Dictionary of Greek

  • δογκιχωτισμός — και δονκιχωτισμός, ο 1. η τάση να μιμείται κανείς τον χαρακτήρα και τους τρόπους τού δον Κιχώτη 2. υπερβολικός ενθουσιασμός στην επίτευξη χιμαιρικών σκοπών 3. θεατρινισμός, επίδειξη ψεύτικης γενναιότητας 4. η τάση να ασχολείται κανείς και να… …   Dictionary of Greek

  • ημισέληνος — Το ημικυκλικό σχήμα της Σελήνης που εμφανίζεται στο πρώτο ή στο τελευταίο της τέταρτο (αλλιώς, μισοφέγγαρο). Οι Σουμέριοι και οι Ακάδιοι λάτρευαν τη Σελήνη με την ονομασία Σιν, παριστάνοντάς την άλλοτε με τα χαρακτηριστικά γενειοφόρου άνδρα και… …   Dictionary of Greek

  • λεβέντης — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 12 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 28 χλμ. ΒΑ της πόλης της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλησπόντου. II Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών. 1. Γεώργιος (Καρακοβούνι… …   Dictionary of Greek

  • μικροψυχία — και μικροψυχιά, η (ΑΜ μικροψυχία) [μικρόψυχος] μικρότητα ψυχής, ποταπότητα φρονήματος, μηδαμινότητα, ευτέλεια νεοελλ. μσν. έλλειψη ψυχικής δύναμης ή γενναιότητας, ολιγοψυχία, λιποψυχία, δειλία μσν. απογοήτευση, αποκαρδίωση αρχ. φιλονικία για… …   Dictionary of Greek

  • νταηλίκι — το (συν. με ειρωνική σημ.) η συμπεριφορά τού νταή, επίδειξη ανύπαρκτης γενναιότητας, ψευτοπαλικαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dayilik] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”